Να μια νύχτα σαν κι αυτή έρχεται να σβήσει τα περί γαιδάρου και υπομονής. Ξύπνιος από τις 3 με πόνους σε όλους το σώμα από τον αυξητικό παράγοντα, να μην μπορεις να ησυχάσεις ούτε με Lonalgal.
Διαβαζω το "Στον κήπο του Επίκουρου, αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου". Χωρίς ακόμη να μου έχει αγγίξει την ανησυχία περί θανάτου, με οδήγησε σε μια απλή σκέψη που μοιράστηκα και στο twitter. Αφήνοντας κάτω το βιβλίο και πιάνοντας τη συσκευή του κινητού αυθόρμητα θέλησα να καλέσω τον νεκρό παππού μου και σε δεύτερη σκέψη τη μητέρα μου. Τελικώς η έννοια της ανυπαρξίας του εαυτού μας ή ενός αγαπημένου ατόμου ίσως δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή από τον άνθρωπο. Με πόση φυσικότητα έψαξα στις επαφές για 1-2 δεύτερα μέχρι να αναλογιστώ το μάταιο της πράξης...
Λες κι αν τους τα πεις θα αλλάξει κάτι. "Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονούν την πίκρια της ζωής...τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν: θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν." Μαβίλης.
Και θυμήθηκα τη Χάλκη και τα καλοκαίρια εκεί, αλλά και τις άλλες γιορτές στην Πόλη. Ο παππούς πριν τον καθίσει το Πάρκινσον στην καρέκλα, με σιδερωμένα κοστούμια να ανεβοκατεβαίνει στο Πατριαρχείο, φέρνοντας πάντα μια σοκολάτα. Και όλες οι καλές κυρίες του νησιού, κατά τις έξι, λίγο μετά το κάλεσμα του χότζα, έβαζαν τα καλά τους και κατέβαιναν να υποδεχτούν τους συζύγους στη βαπορόσκαλα, να πιούν ένα τσάι στο λιμάνι παρέα με τους γλάρους και το σούρουπο να ανηφορίσουν προς το σπίτι. Το σπίτι συνήθως ξύλινο, ίσως αναπαλαιωμένο, σαν αυτά που βλέπετε στο Κισμέτ, με τη μυρωδιά του παλιού, του ζεστού.
Πριν ένα χρόνο, όταν νόμιζα ότι είμαι καλά είχα γράψει αυτό:
Κάτω από πεύκα μεγαλώσαν οι ψυχές μας
κι εμείς ψηλώσαμε πιο γρήγορα από αυτά.
Γλιστρώντας στη θάλασσα με τις βελόνες
ρουφήξαμε την αύρα απ' το ρετσίνι σαν να ήταν αγριεμένο κύμα.
Και δε σκεφτήκαμε στιγμή ότι το καλοκαίρι θα τελειώσει.
Σε δεκαπέντε χρόνια.
Ότι θα φτάναμε να θυμηθούμε με νοσταλγία τις απλές εκείνες μέρες
που παίζαμε με τις σανίδες στο νησί.
Κάτω από τα πεύκα.
Είχαμε και το χειμώνα πεύκα γύρω μας
μα δεν τα αγγίξαμε ποτέ. Σα να μην ήταν τα ίδια δέντρα,
σαν να μύριζαν πόλη και ξένο.
Και περιμένουμε το χρόνο να κυλήσει για να επιστρέψουμε.
Θα 'ρθει ο καιρός. Αρκεί να κρατήσουμε άκόμα έναν χειμώνα.
Πόσο μέσα έπεσα...
τώρα το διάβασα αυτό,και πόσο με ταξίδεψε...
ΑπάντησηΔιαγραφήνα'σαι καλά.